P1016270Σε απόσταση αναπνοής από τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης (5 χλμ. ΝΑ), σε μια απομονωμένη κατάφυτη ρεματιά και δίπλα στον οικισμό των Πετραλώνων, βρίσκεται η Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, γνωστή και ως «Ανδρομονάστηρο». Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για το σπουδαιότερο μοναστηριακό συγκρότημα της Μεσσηνίας, το οποίο εντυπωσιάζει τον κάθε επισκέπτη από την πρώτη στιγμή. Αποτελεί, άλλωστε, κι ένα από τα καλύτερα διατηρημένα μοναστηριακά συγκροτήματα στον ελλαδικό χώρο. Από το 2011 βρίσκονται σε εξέλιξη εργασίες αναστήλωσης της Ιεράς Μονής από την 26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

 


Η ιστορία


Η κατασκευή του ναού χρονολογείται στα τέλη του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, δόθηκε η ονομασία Ανδρομονάστηρο ή Ανδρονικομονάστηρο ή Ανδριομονάστηρο για να ξεχωρίζει από τη γειτονική γυναικεία μονή της Σαμαρίνας, στην Ελληνοεκκλησιά. Κατά μία άλλη τοπική παράδοση, η μονή είναι κτίσμα του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου, η οποία ωστόσο τα τελευταία χρόνια δεν επιβεβαιώνεται από τους αρχαιολόγους, καθώς θεωρούν πιθανό να είναι παλαιότερο και ίσως ο Ανδρόνικος Β' να συνδέθηκε με το μοναστήρι με μια χορηγία... Σίγουρα, όμως, όπως μας επισήμαναν και οι αρχαιολόγοι, η πορεία των εργασιών θα μας δώσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ίδρυση της Ιεράς Μονής.
Ως το 1780 το μοναστήρι ανήκε στην Επισκοπή της Ανδρούσας, ενώ από το 1780 έως και το 1929 αποτέλεσε Μετόχι της Ιεράς Μονής Σινά. Από το 1929 ο ναός αφιερώθηκε στη γειτονική Ιερά Μονή Βουλκάνου, στην οποία και ανήκει μέχρι σήμερα.
 
Το κτηριακό συγκρότημα


Το συγκρότημα της μονής παρουσιάζει φρουριακό χαρακτήρα και αποτελείται από το τριώροφο κτήριο της Τράπεζας (που εφάπτεται με πύργο ο οποίος κατασκευάστηκε μεταγενέστερα), το Καθολικό (μια διώροφη πτέρυγα στην οποία βρίσκονταν τα κελιά των μοναχών και στάβλοι), ακόμα ένα διώροφο κτήριο, όπου έχει διαμορφωθεί το Διαβατικό με την κύρια είσοδο στο μοναστήρι, καθώς και άλλα βοηθητικά κτήρια. Αποτελεί ένα εξαιρετικό σύνολο με σημαντική ιστορία και αρχιτεκτονική.

 
Η Τράπεζα

Η κατασκευή του κτηρίου της Τράπεζας ιστορικά διακρίνεται σε τρεις φάσεις. Η πρώτη το 12ο με 13ο αιώνα, οπότε κατασκευάστηκε το ισόγειο και ο πρώτος όροφος, ο οποίος στεγαζόταν με δίρριχτη στέγη και βυζαντινού τύπου μεγάλες κεραμίδες. Κατά το 14ο-15ο αιώνα καταργήθηκε η στέγη, οι τοίχοι υψώθηκαν και σχημάτισαν επάλξεις για αμυντικούς λόγους, ενώ δημιουργήθηκε δώμα που είχε διαμορφωμένες απορροές υδάτων. Το 17ο με 18ο αιώνα οι τοίχοι υψώθηκαν ξανά και σχημάτισαν 2ο όροφο πλέον, στεγασμένο. Μεταγενέστερα κτίστηκε ο εφαπτόμενος με την Τράπεζα βόρειος πύργος, ο οποίος έχει τρεις ορόφους και κατήργησε το δυτικό τοίχο του 2ου ορόφου, με αποτέλεσμα το κτήριο να λειτουργεί πλέον ως σύνολο, δίνοντάς του τη σημερινή μορφή.
Το τριώροφο ενιαίο κτήριο της Τράπεζας έχει ήδη αναστηλωθεί. Στον πρώτο όροφο υπήρχε μια μεγάλη τραπεζαρία, όπου οι μοναχοί πήγαιναν και έφευγαν, με συγκεκριμένο τυπικό, για να γευματίσουν, αμέσως μετά την τέλεση του Εσπερινού στο Καθολικό. Στο 2ο όροφο του πύργου υπήρχε τζάκι, ενώ ο τρίτος όροφος, σε αντίθεση με το υπόλοιπο κτήριο που είχε λίθινα δάπεδα, διαμορφώνεται με ξύλινο δάπεδο.
Τέλος, το κτήριο περικλείεται από δύο καταχύστρες, από τις οποίες οι μοναχοί έριχναν καυτά υγρά και πέτρες για να αποκρούσουν τυχόν εχθρικές επιθέσεις, καθώς τα μοναστηριακά συγκροτήματα λειτουργούσαν και ως οχυρωματικοί χώροι.


Το Καθολικό


Σπουδαιότερο από αρχιτεκτονικής άποψης κτίσμα θεωρείται το Καθολικό. Όπως μαρτυρούν τα γλυπτά του αρχικού μαρμάρινου τέμπλου, που σώζονται, κτίστηκε σε πρώτη φάση στα τέλη του 12ου αιώνα πάνω σε ένα αγίασμα, δηλαδή, μια πηγή με πόσιμο νερό, ακολουθώντας έτσι μια αρχαία παράδοση. Η πηγή που αναβλύζει ακόμα και σήμερα σε υπόγειο θολοσκεπή χώρο, ύδρευε για αιώνες τη γειτονική Πολίχνη της Ανδρούσας.
Το εσωτερικό του ναού ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου της παραλλαγής των ημισύνθετων τετρακιόνιων.
Η δεύτερη φάση ανέγερσης έγινε το 17ο αιώνα, όπως αναφέρεται και σε σιγίλιο του 1612 του Πατριάρχη Νεόφυτου Β΄, το οποίο και σώζεται. Αυτό αναφέρεται σε εργασίες ανέγερσης από το μοναχό Άνθιμο.
Στα μέσα του 17ου αιώνα προστέθηκαν στο ναό το βόρειο παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης, καθώς το νότιο. Από μια αγιογραφία, δε, που έχει αποκαλυφθεί, θεωρείται ότι είναι αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία.
Πρόκειται για ένα ναό με ιδιαίτερο πλούτο για την εποχή του. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε τόσο από το μέγεθός του και το μαρμαροθετημένο δάπεδο που σώζεται, όσο και από τις τοιχογραφίες που έχουν αποκαλυφθεί και διαφέρουν τεχνικά και ποιοτικά από ανάλογες σε μοναστήρια της Μεσσηνίας της ίδιας εποχής. Μάλιστα, εικάζεται ότι είχαν έρθει ειδικά συνεργεία από άλλες περιοχές.
 
Οι τοιχογραφίες και η συντήρησή τους


Το Καθολικό της Μονής δεν αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα και ήδη έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες αναστήλωσης της στέγης. Χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα υλικά για την προστασία και τη διαπνοή των τοιχογραφιών, η συντήρηση των οποίων βρίσκεται σε εξέλιξη. 
Το μεγαλύτερο τμήμα του ναού ήταν αγιογραφημένο σε δύο διακριτές φάσεις.
Οι παλαιότερες τοιχογραφίες χρονολογούνται στα μέσα του 13ου αιώνα και σώζονται ψηλά στις καμάρες του Καθολικού, όπου θα συναντήσουμε παραστάσεις της «Βαϊφόρου», της «Ανάληψης» και της «Πεντηκοστής»...
Στον τρούλο απεικονίζεται ο «Παντοκράτορας», ενώ στα φουρνικά σώζονται στηθάρια Αγίων.
Οι νεότερες ανήκουν στο 17ο-18ο αιώνα και βρίσκονται στην κάτω περιμετρική ζώνη του ναού με παραστάσεις, όπως η «Άκρα ταπείνωση» και «Ο Χριστός εντός του ποτηρίου».
Η συντήρηση των τοιχογραφιών βασίζεται στην ανάδειξη και διατήρηση του αυθεντικού διακόσμου και στην ελαχιστοποίηση των επεμβάσεων. Με το πέρασμα των χρόνων και την ανθρώπινη παρέμβαση που είχε υποστεί το μνημείο, ελάχιστα μέρη από τις τοιχογραφίες είχαν παραμείνει ακάλυπτα, καθώς το Καθολικό ήταν στο σύνολό του επιχρισμένο με παχύ στρώμα ασβεστοκονιάματος και επιστρώματα ασβέστη.
Αυτή τη στιγμή γίνεται καθαίρεση των ασβεστοκονιαμάτων και των επιχρισμάτων, στερέωση του υποστρώματος και της ζωγραφικής επιφάνειας και καθαρισμός αυτής από τα άλατα και τις επικαθίσεις.
Η τελική εικόνα των τοιχογραφιών θα ολοκληρωθεί με την προσθήκη νέου κονιάματος με συγγενή με το αυθεντικό υλικά, σε ουδέτερο τόνο.


Η νοτιοδυτική πτέρυγα


Με ταχείς ρυθμούς συνεχίζονται τα έργα αναστήλωσης στο νοτιοδυτικό τμήμα του μοναστηριού. Εκεί βρίσκονται το διώροφο κτήριο με το Διαβατικό, ο νοτιοδυτικός πύργος, όπου στεγαζόταν το «Ηγουμενείο» και συνολικά επτά κελιά μοναχών, στο ισόγειο των οποίων βρίσκονται στάβλοι και αποθηκευτικοί χώροι.

Πηγή εφημερίδα Θάρρος